αθερηίς

αθερηίς
ἀθερηίς (-ίδος), η (Α) [αθήρ]
αυτή που έχει αθέρες, αγκαθάκια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀθερηίδα — ἀθερηίς prickly fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθέρας — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ο ένας από τους δύο Αργείους που τίμησαν τη θεά Δήμητρα όταν, κατά τη μυθολογία, έφτασε στην Αργολίδα, αναζητώντας την κόρη της Περσεφόνη, που είχε αρπαγεί από τον Πλούτωνα. Ο άλλος Αργείος λεγόταν Μύσιος. Στο ιερό που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”